παρακαταβολή

παρακαταβολή
ἡ, Α [παρακαταβάλλω]
1. (αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που καταβαλλόταν κατά την αθηναϊκή νομοθεσία στο αρχείον* από τον ενάγοντα που πρόβαλλε αξιώσεις, προτού αρχίσει η διεξαγωγή μιας κληρονομικής δίκης, ποσό που πιθανώς ήταν ίσο με το ένα δέκατο τού διεκδικούμενου, ήταν κάτι ανάλογο με το σημερινό παράβολο και σε περίπτωση παραδοχής τής αγωγής επιστρεφόταν στον ενάγοντα, ενώ σε περίπτωση απόρριψης κατέληγε στο δημόσιο ταμείο
2. (κατά τον Πολυδ.) διαδικασία ή υπόθεση κατά την οποία ήταν αναγκαία η κατάθεση χρημάτων
3. (ρητ.) (ιδίως στον πληθ.) αἱ παρακαταβολαί
οι καταθέσεις χρημάτων στο δικαστήριο («δίκας και γραφάς άνευ παρακαταβολής», Ισοκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακαταβολή — money deposited in court fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Залоговые деньги —    • Παρακαταβολή,          см. Iudicium, Судопроизводство, 5 …   Реальный словарь классических древностей

  • παρακαταβολῆς — παρακαταβολή money deposited in court fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταβολήν — παρακαταβολή money deposited in court fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

  • Диамартирия —    • Διαμαρτυρία,          род протеста против законности начатия тйжбы, который заявлялся посредством показаний свидетелей; когда же ответчик сам лично оспаривал право на поднятие дела, то это называлось παραγραφή. Наиболее известна Д.,… …   Реальный словарь классических древностей

  • SACRAMENTUM — I. SACRAMENTUM Latinis pecuniam quoque notat seu pignus a litigantibus, apud Pontifices, in sacro loco depositam, quô multabatur is, qui causâ cadebat. Similiter apud Athenienses Sacramentum deponebat, initiô litis, tum Actor, tum Reus; quorum is …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρακατάστασις — άσεως, ἡ, Α [παρακαθίστημι] παρακαταβολή* …   Dictionary of Greek

  • παρακαταβολάς — παρακαταβολά̱ς , παρακαταβολή money deposited in court fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”